- σιφονιέρα
- η(λ. γαλλ.), έπιπλο με συρτάρια για την τοποθέτηση ρούχων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιφονιέρα — η, Ν είδος χαμηλού ντουλαπιού με πολλά επάλληλα συρτάρια στα οποία τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα οικιακής χρήσης και, ιδίως, είδη τής γυναικείας αμφίεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chiffonnier < γαλλ. chiffon «κουρέλι»] … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
-ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… … Dictionary of Greek